ἔκαμψαν

ἔκαμψαν
κάμπτω
kam̃p-as
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • Κάντι — (Kandy). Πόλη (1.272.463 κάτ. το 2001) της Σρι Λάνκα, πρωτεύουσα της Κεντρικής επαρχίας (5.674 τ. χλμ., 2.414.973 κάτ.). Είναι χτισμένη στον ποταμό Mαχαβέλι, στις βορειοδυτικές υπώρειες του όρους Πιντουρουταλαγκάλα, σε μία ζώνη πλούσια σε δάση… …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — έκαμψα, κάμφθηκα 1. λυγίζω κάτι: Πιτυοκάμπτης λεγόταν αυτός που έκαμπτε τις κουκουναριές. 2. κάνω στροφή: Το αεροπλάνο έκαμψε ανατολικά. 3. καταβάλλομαι, εξαντλούμαι: Με έκαμψαν τα βάσανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”